- πελεκίνος
- ο / πελεκῑνος, ΝΑσιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα διπλού πελέκεωςαρχ.1. είδος τού πτηνού πελεκάνος («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», Αριστοφ.)2. είδος φυτού τού οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με πέλεκυ3. το φυτό ηδύσαρον4. το φυτό ιπποφαές5. (στην ξυλουργική τέχνη) είδος συναρμογής τών ξύλων με ψαλιδωτό σχήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκάν*, -ᾶνος + επίθημα -ῖνος (πρβλ. κορακ-ίνος, σταφυλ-ίνος). Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι αφ' ενός λόγω τού σχήματος τών σπερμάτων τους, αφ' εφετέρου λόγω τού φυλλώματος στις κώχες τους].
Dictionary of Greek. 2013.